- τρούλλου
- τροῦλλοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαρμαιρισμός — ο (ορυκτ.) φαινόμενο κατά το οποίο ένας πολύτιμος λίθος ο οποίος έχει κοπεί σε σχήμα μικρού τρούλλου εμφανίζει κυματοειδή φωτεινή ταινία με μεταξώδη λάμψη που θυμίζει μάτι γάτας … Dictionary of Greek
σίφωνας — Σωλήνας ή αγωγός κυρτός, σε σχήμα περίπου U, που χρησιμοποιείται για τη μετάγγιση υγρών από το ένα δοχείο στο άλλο, όταν το δεύτερο είναι τοποθετημένο κάτω από τη στάθμη του υγρού που περιέχεται στο πρώτο. Η λειτουργία του στηρίζεται στη συνοχή… … Dictionary of Greek
σιμωνία — (Νομ.). Αδίκημα κληρικών και μοναχών με περιεχόμενο την εμπορία της θείας χάρης. Ονομάστηκε έτσι από το μάγο Σίμωνα, που πρόσφερε χρήματα στους Απόστολους για να του δώσουν τη δύναμη να μεταδίνει το Άγιο Πνεύμα με την επίθεση των χεριών του.… … Dictionary of Greek
τρουλλωτός — ή, ό / τρουλλωτός, ή, όν, ΝΜ, και τρουλωτός Ν [τρουλλῶ] οικοδομημένος με τρούλλο, αυτός που έχει θολωτή στέγη νεοελλ. αυτός που έχει σχήμα τρούλλου … Dictionary of Greek
τύμπανο — (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο με καθορισμένο ήχο. Αποτελείται από ένα μεγάλο μετάλλινο ημισφαίριο, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένη μια μεμβράνη. Ανάλογα με το τέντωμα της μεμβράνης διαμέσου κοχλιών ή ποδοπλήκτρων, ρυθμίζεται και το ύψος του ήχου … Dictionary of Greek
Σέργιος — I Όνομα πατριαρχών της Κωνσταντινούπολης. 1. Σ. ο A’. Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (610 638) από τη Συρία, από τις αξιολογότερες προσωπικότητες που ανέβηκαν στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Σε μια εποχή ιδιαίτερα κρίσιμη, τόσο από… … Dictionary of Greek
АЛЕКСЕЙ МАКРЕМВОЛИТ — [греч. ̓Αλέξιος Μακρεμβολίτης] († между 1349 и 1353), визант. писатель. Род. в К поле, преподавал, входил в один из кружков визант. интеллектуалов, был близок к Патрикиоту, советнику по финансам имп. Иоанна VI Кантакузина. Его сочинения посвящены … Православная энциклопедия
ГЕОРГИЙ ГАЛИСИОТ — [греч. Γεώργιος ὁ Γαλησιώτης] (1278/80 после 1357), визант. ритор, сакелларий храма Св. Софии в К поле, патриарший писец. Род. в Адрамиттии или в К поле. С 1294/96 г. обучался риторике у родственника, ритора Мануила Оловола, затем, став служащим… … Православная энциклопедия
ГЕОРГИЯ ПОБЕДОНОСЦА ВЕЛИКОМУЧЕНИКА ЦЕРКОВЬ В ФЕССАЛОНИКЕ — Церковь во имя вмч. Георгия Победоносца в Фессалонике. Ок. 300 306 гг. Церковь во имя вмч. Георгия Победоносца в Фессалонике. Ок. 300 306 гг. расположена рядом с Эгнатиевой дорогой (Via Egnatia). Здание было построено рим. имп. Галерием ок. 300… … Православная энциклопедия
ИЕРОФЕЯ СВЯТОГО МОНАСТЫРЬ — Ангел. Фрагмент композиции «Богоматерь на троне, с поклоняющимися ангелами». Роспись кафоликона мон ря св. Иерофея. Кон. XII в. Ангел. Фрагмент композиции «Богоматерь на троне, с поклоняющимися ангелами». Роспись кафоликона мон ря св. Иерофея.… … Православная энциклопедия